-
1 συζυγία
II yoke of animals, pair,σ. πώλων E.Hipp. 1131
(lyr.); of persons, Plu.Demetr.1: generally, pair, Pl. Phd. 71c, Prm. 143d, Arist.IA 704b20; σ. πτερύγων, μήλων, δονάκων, AP5.267.6, 289 (both Paul. Sil.), 6.27 (Theaet.); ἄρσενα σ., of two sons, IG12(8).442.6 ([place name] Thasos); κατὰ συζυγίας in pairs, esp. of animals,κατὰ συζυγίας φωλοῦσιν.. οἱ ἄρρενες θήλεσιν Arist.HA 599b6
, cf. 631b1; in plants, Thphr.HP3.11.3, al.: hence,2 coupling, copulation, AP5.220 (Paul. Sil.), 10.68 (Agath.).3 in war, squadron of four war-chariots,= two ζυγαρχίαι, Ascl.Tact.8, Ael. Tact.22.2.III conjunction of words or things in pairs, syzygy, Arist.Top. 113a12, GC 332b3 (pl.), Mete. 378b11 (pl.), Stoic.2.132, Gal. 6.95, al.: more generally, combination of words, οὐκ ἐν τῷ κάλλει τῶν ὀνομάτων ἡ πειθώ, ἀλλ' ἐν τῇ ς. D.H.Comp.3, cf. 6; of letters, ib.22; coupling of terms in a syllogism, Chrysipp.Stoic.2.50.2 Gramm., conjugation, D.T.638.6 (pl.), A.D.Adv.161.28, POxy.469.13 (iii A.D.); or declension, A.D.Adv.198.6, Synt.271.16, Ath.9.392b; any group of related words, e.g. sapiens, sapienter, sapientia, Cic.Top. 3.12, cf. 9.38.3 in Prosody, syzygy, dipodia, Heph.7.8, Aristid. Quint.1.14, Syrian.in Hermog.1p.31R.IV Astron., syzygy, of two stars one of which rises and sets as the other sets and rises, Autol.1.4; of zodiacal signs rising and setting between the same points of the horizon, Gem.2.27; of the moon's conjunctions and oppositions with the sun, Ptol.Alm. 5.1, Cat.Cod.Astr.1.131; so of planets, Ptol.Alm.5.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συζυγία
-
2 συ-ζυγία
συ-ζυγία, ἡ, = σύζευξις; ein Zweigespann, πώλων, Eur. Hipp. 1131; das Paar, Plat. Phaed. 71 c Parm. 143 d; κατὰ συζυγίας, paarweise, Arist. H. A. 8, 15, Verbindung, D. Hal. – Bei den Gramm. die Conjugation, die Classe von Verben.
-
3 συζυγια
ἥ1) соединение, связь(τῶν φλεβῶν Arst.)
2) парная запряжка(πώλων Eur.)
3) парное сочетание, пара Plat., Arst., Anth.κατὰ συζυγίας Arst. — попарно
4) любовная связь Anth.5) спаривание(τῶν ζῴων Anth.)
6) грам. словоизменение (склонение или спряжение)7) стих. (= διποδία См. διποδια) парная стопа -
4 συζυγία
συ-ζυγία, ἡ, ein Zweigespann; κατὰ συζυγίας, paarweise, Verbindung. Bei den Gramm. die Konjugation, die Klasse von Verben
См. также в других словарях:
συζυγία — η, ΝΜΑ [σύζυγος] 1. υπαγωγή στον ίδιο ζυγό, ένωση, σύζευξη 2. συζυγικός δεσμός νεοελλ. 1. αστρον. ορισμένη θέση τής Σελήνης ή ενός πλανήτη σε σχέση με τον Ήλιο κατά την οποία τα δύο αυτά ουράνια σώματα βρίσκονται είτε σε σύνοδο είτε σε αντίθεση 2 … Dictionary of Greek
Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… … Dictionary of Greek
νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… … Dictionary of Greek
παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της … Dictionary of Greek
στρεπτομυκίνη — Αντιβιοτικό που παράγεται από τον μεταβολισμό του μύκητα Streptomyces griseus, που απομονώθηκε το 1944. Χορηγούμενη δια της παρεντερικής οδού απορροφάται εύκολα, ενώ δεν απορροφάται όταν χορηγείται από το στόμα. Από τα γνωστότερα μικρόβια που… … Dictionary of Greek